ἄναυλα

ἄναυλα
ἄναυλος
without the flute
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άναυλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πληρώνει ναύλο: Είχαν και μερικούς επιβάτες άναυλους στο πλοίο. 2. το επίρρ., άναυλα σημαίνει επίσης και βίαια: Το αφεντικό του τον έδιωξε άναυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”